- παρωτιδικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρωτίδα2. φρ. α) «παρωτιδικός αδένας» — επιδερμικός ορώδης αδένας στο κεφάλι και το σώμα ορισμένων αμφιβίωνβ) «παρωτιδική θήκη» — ο τρίγωνος πρισματικός χώρος, την κοιλότητα τού οποίου καλύπτει η παρωτίδαγ) «παρωτιδική χώρα» — η οπίσθια μοίρα τής χώρας τού προσώπου που αντιστοιχεί στην παρωτίδα και στον μασητήρα μυ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parotid < παρωτίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].
Dictionary of Greek. 2013.